- ασκοτάδιαστος
- η , ο , см. ασκοτείνιαστος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασκοτάδιαστος — η, ο ο ασκοτείνιαστος … Dictionary of Greek
ασκοτείνιαστος — ασκοτείνιαστος, η, ο και ασκοτάδιαστος, η, ο και ασκοτίδιαστος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε σκοτείνιασε, που δεν τον πρόλαβε η νύχτα: Τάχυναν το βήμα για να φτάσουν στο χωριό ασκοτείνιαστοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)